- Μακεδονικῆς
- Μακεδονικόςfem gen sg (attic epic ionic)Μακεδώνfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… … Dictionary of Greek
Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
πέλλα — I Πόλη στην περιοχή της αρχαίας Βοττιαίας, που την έκανε πρωτεύουσα των Μακεδόνων ο Αρχέλαος (413 399 π.Χ.). Υπήρξε έδρα του Φιλίππου και γενέτειρα του Αλεξάνδρου, απετέλεσε σπουδαίο κέντρο του ελληνισμού κατά την εποχή των διαδόχων, περιήλθε… … Dictionary of Greek
σάρισα — Δόρυ της μακεδόνικης φάλαγγας. Είχε μήκος 5 6 μέτρων και αιχμή μήκους 10 εκ. Κατασκευαζόταν από στερεό ξύλο κρανέας. Τη σ. καθιέρωσε ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος B’. * * * η, ΝΜΑ, και σάριττα Μ (στην αρχ. Ελλ.) μακρύ δόρυ, μήκους 6 περίπου… … Dictionary of Greek
Πανσέληνος, Μανουήλ — Βυζαντινός ζωγράφος από τη Θεσσαλονίκη που έζησε στα τέλη του 13ου και στις αρχές του 14ου αι. και ζωγράφισε τις περίφημες τοιχογραφίες του Πρωτάτου, στις Καρυές του Αγίου Όρους. Είναι ο πιο γνωστός Έλληνας ζωγράφος των μεσαιωνικών χρόνων και… … Dictionary of Greek
αεροπός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Απόγονος του Τημένου, που ανήκε στο γένος των Ηρακλειδών, και αδελφός του Περδίκκα, ιδρυτή της μακεδονικής δυναστείας. Μαζί με τον Περδίκκα κι έναν τρίτο αδελφό, τον Γαυάνη, ο Α. είχε καταφύγει στη Λέβαια της Μακεδονίας από… … Dictionary of Greek
βασίλειος — I Όνομα δύο Βυζαντινών αυτοκρατόρων. 1. Β. Α’ ο Μακεδών (813; 886). Βυζαντινός αυτοκράτορας (867 886) που εγκαινίασε τη μακεδονική δυναστεία. Ο Β., άσημης καταγωγής και αμόρφωτος, που η σωματική του ρώμη και η εξαιρετική ιππευτική του ικανότητα… … Dictionary of Greek
κεβλή — και κέβλη και κεβαλή, ἡ (Α) κεφαλή*. [ΕΤΥΜΟΛ. Συγκεκομμένος τ. τού κεβαλή που είναι τής αρχ. μακεδονικής διαλέκτου, σχηματισμένος με την τροπή τού δασέος σε μέσο (φ > β), που αποτελεί γνωστό φωνολ. χαρακτηριστικό τής αρχ. μακεδόνικης… … Dictionary of Greek
ματτύη — ματτύη, ἡ (Α) νόστιμο φαγητό μακεδονικής και θεσσαλικής προέλευσης που παρασκευαζόταν από κοπανισμένο κρέας πουλερικών, αρνήσιο, κατσικήσιο και από χορταρικά και σερβιριζόταν κρύο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ματτύη θεωρήθηκε λέξη τής μακεδονικής διαλέκτου που … Dictionary of Greek